επικήρυξη

επικήρυξη
Η προκήρυξη χρηματικής αμοιβής με πράξη της πολιτείας, για τη σύλληψη, την ανακάλυψη ή και τον φόνο προσώπων επικίνδυνων για τη δημόσια ασφάλεια. Η ε. εκδίδεται στην Ελλάδα με προεδρικό διάταγμα, που προκαλείται από τον υπουργό των Εσωτερικών βάσει δικαστικού εντάλματος. Η απόφαση της ε. δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ειδικές διατάξεις νόμου καθορίζουν τον τρόπο ε. των επικίνδυνων φυγόδικων που διέπραξαν ληστεία. Επίσης, προβλέπεται ο τρόπος καταβολής της αμοιβής και της τήρησης του απορρήτου του ονόματος εκείνου που αποκαλύπτει τον δράστη. Ο επικηρυγμένος δράστης διατελεί σε νόμιμη απαγόρευση, ενώ νόμιμος κηδεμόνας για τη διαχείριση της περιουσίας του είναι ο δήμαρχος της περιοχής. Σπάνια πλέον η πολιτεία καταφεύγει σε ε., μια και θεωρείται αναποτελεσματικό μέτρο· μια πρόσφατη περίπτωση στη χώρα μας ήταν η ε. των μελών των τρομοκρατικών οργανώσεων. Μια κλασική επικήρυξη στις ΗΠΑ, επί εποχής των καουμπόηδων και της «Άγριας Δύσης»· ο θρυλικός κακοποιός Τζέσε Τζέιμς αναζητείται «νεκρός ή ζωντανός«, με αμοιβή 25.000 δολάρια.
* * *
η (Α ἐπικήρυξις)
προκήρυξη αμοιβής από την πολιτεία για τον φόνο ή την κατάδοση επικίνδυνου ατόμου
αρχ.
προκήρυξη, γνωστοποίηση με κήρυκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κήρυξις (< κήρυξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επικήρυξη — η η προκήρυξη αμοιβής από το επίσημο κράτος για την ανακάλυψη ή σύλληψη ή και εξόντωση καταζητούμενου δράστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιωρός — ἰωρός, ὁ (Α) 1. (κατά τον Απολλ. Δύσκ.) ο φύλακας τής πόλης 2. παροιμ. (κατά το λεξ. Σούδα) «οὐδ ἐντὸς ἰωροῡ οὐδ ἐν ἀσφαλεία» ή «ἐκτὸς ἰωροῡ» για την επικήρυξη ανθρωποκτόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. να προέρχεται από *Fί Fωρος, που… …   Dictionary of Greek

  • προγραφή — η, ΝΜΑ [προγράφω] 1. (αττ. δίκ.) η δημόσια αναγραφή τής καταδίκης φυγοδίκου και η εκποίηση τής περιουσίας του με δημοπρασία 2. (στη Ρώμη) η εξόντωση, συνήθως πολιτικών αντιπάλων, χωρίς δίκη και με μόνη την ανάρτηση καταλόγου τών ονομάτων τους… …   Dictionary of Greek

  • Αθηνάδης — (5ος αι. π.Χ.). Ο δολοφόνος του Μαλιέα Εφιάλτη, γιου του Ευρυδήμου, όταν επικηρύχτηκε για το γεγονός ότι έδειξε στους Πέρσες το μονοπάτι που οδηγούσε μέσα από το βουνό στις Θερμοπύλες. Η επικήρυξη έγινε στη συνέλευση της Πυλαίας, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Λαγουβάρδος, Αγαθάγγελος — (1887 – 1944). Κληρικός και εθνικός αγωνιστής. Διετέλεσε ηγούμενος της μονής Ασωμάτων στο Αμάρι και συμμετείχε στον πόλεμο της περιόδου 1912 13 ως οπλαρχηγός της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Ο Λ. υπήρξε τοποτηρητής της επισκοπής Λάμπης και Σφακίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”